- ρέω
- ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.)3. φρ. «τα πάντα ρει» — τα πάντα κυλούν, τα πάντα μεταβάλλονται, αλλάζουν (Ηράκλ.)(νεοελλ. παροιμ. φρ. «τούτο ρέει, εκείνο στάζει» — λέγεται για ανθρώπους που παραπονούνται συνεχώς για το καθετίμσν.-αρχ.(για τον χρόνο) περνώ, φεύγωαρχ.1. (για φήμη) διαδίδομαι αμέσως («δόξης ἤ κληδόνος καλῆς μάτην ῥεούσης», Σοφ.)2. (για πρόσ.) ορμώ προς το μέρος κάποιου («πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην ὁ δῆμος ὅλος ἐρρύη», Πλούτ.)3. (για τρίχες) πέφτω, μαδώ («ἔρρεον δὲ ἐκ κεφαλᾱς πᾱσαι τρίχες», Θεόκρ.)4. (για ώριμα φρούτα ή φύλλα) πέφτω («τὸν καρπόν, ὅταν ἀκμὴν ἄρχηται ῥεῑν», Πολ.)5. ρέπω, κλίνω προς μια κατεύθυνση («ἐρρύη... ἐπὶ ποιητικήν», Πλούτ.)6. μτφ. α) μιλώ ακατάσχετα, φλυαρώβ) καταπίπτω, καταρρέω7. φθείρομαι, έχω ρέψει8. διαλύομαι, λειώνω («τήκεται ὁ λίθος... ὥστε καὶ ῥεῑν», Αριστοτ.)9. (για οικοδόμημα) καταρρέω10. μεταβάλλομαι («κινεῑται καὶ ῥεῑ... τὰ πάντα», Πλάτ.)11. μετακινούμαι προς ορισμένη κατεύθυνση12. (για πλοίο) διαρρέομαι, κάνω νερά («τριήρους... ῥεούσης», Παυσ.)13. (για στέγη ή αγγείο) στάζω, τρέχω14. ιατρ. έχω ρύση15. (σπαν. μτβ., συν. με αιτ. πράγματος) κάνω κάτι να τρέξει, χύνω («ἔρρει... χοὰς... πατρί», Ευρ.)16. (για βέλη) ρίχνομαι άφθονα ή ραγδαία («ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον», Ομ. Ιλ.)17. παροιμ. «ἄνω ῥεῑν» — λεγόταν όταν συνέβαινε κάτι αντίθετο από το αναμενόμενο ή το αδύνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥέω (< ῥέFω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sr-ew (που εντάσσεται στην ευρύτερη οικογένεια τής ρίζας *ser-, βλ. λ. έρπω) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. sravati «ρέω» (πρβλ. και ῥόος, ῥοή, ῥύσις, ῥυτός). Στην ίδια οικογένεια εντάσσονται και τ. με έρρινο επίθημα -m-, λιθουαν. sraumuō «ορμητικός», αρχ. ρωσ. strumeni (πρβλ. ῥεῦμα), και με επίθημα -μων το όν. τού ποταμού Στρυμών (πρβλ. αρχ. νορβ. straum, αρχ. ιρλδ. sruaimm «ποταμός). Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η μορφή τού τ. ῥείω, που δεν μαρτυρείται στον Όμηρο.ΠΑΡ. ρείθρο, ρεύμα, ρεύση, ρευστός, ροή, ρυάς, ρύση, ρυτόςαρχ.ῥέος, ῥοία, ρυάχετος, ρυΐσκομαι, ῥύμαμσν.-αρχ.ρύαξνεοελλ.ρεύ(σ)της.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απορρέω, εισρέω, εκρέω, διαρρέω, καταρρέω, παραρρέω, περιρρέω, συρρέωαρχ.αναρρέω, αντιρρέω, ενρέω, επεισρέω, επιρρέω, μεταρρέω, παρεισρέω, προσρέω, συνεισρέω, υπεισρέω, υπερρέω, υπορρέω].
Dictionary of Greek. 2013.